- αιθεροβάτης
- ο , -ις (-ιδος) η мечтатель, -ница; романтик
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αιθεροβάμων — ( ονος), ο, η (Μ αἰθεροβάμων) 1. αυτός που βαίνει, που περπατά στον αίθερα, αιθεροβάτης, ουρανοδρόμος 2. αυτός που ζει εκτός πραγματικότητας, ονειροπόλος, φαντασιοκόπος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ + βάμων < βαίνω] … Dictionary of Greek
αιθεροπλόος — ον αυτός που πλέει στον αιθέρα, αιθεροβάτης, αιθερόλαμνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πλόος < πλέω. ΠΑΡ. νεοελλ. αιθεροπλοώ] … Dictionary of Greek
αιθεροπόρος — αἰθεροπόρος, ον (Μ) αυτός που περπατά στους αιθέρες, αιθεροβάτης, αιθεροδρόμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, έρος + πόρος < ἔπορον, πείρω «περνώ, διαπερνώ»] … Dictionary of Greek
αιθερόλαμνος — η, ο αυτός που λάμνει, κωπηλατεί, πετά δηλ. στον αιθέρα, ο αιθεροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + λάμνω η λ. πλάστηκε από τον Διονύσιο Σολωμό ως επίθ. προσδιοριστικό τής λ. φτερά «αιθερόλαμνα φτερά»] … Dictionary of Greek
αιθροβάτης — αἰθροβάτης, ο (Μ) 1. (για τον θαυματοποιό Άβαρι) αυτός που βαδίζει στον αιθέρα, αιθεροβάτης 2. σχοινοβάτης, κροβάτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθρο (< αἰθὴρ έρος) + βάτης (< βαίνω)] … Dictionary of Greek
αιθεροβάμονας — αιθεροβάμονας, ο και αιθεροβάτης, ο ο εκτός τόπου, ο ονειροπόλος, ο ουτοπιστής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)